- παραγωγιαζω
- παραγωγιάζωπαρ-ᾰγωγιάζωоблагать пошлиной за проезд или за провоз
(τινά Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τινά Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παραγωγιάζω — Α [παραγώγιον] απαιτώ ή εισπράττω λιμενικό φόρο από τα πλοία που διέρχονται από λιμάνι μου («ἀποστῆναι τοῡ παραγωγιάζειν τοὺς πλέοντας εἰς τὸν Πόντον», Πολ.) … Dictionary of Greek
παραγωγιάζειν — παραγωγιάζω levy toll on ships visiting a port pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)